dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάθομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)