dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κάθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κάθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κάθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abfahrtslauf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κάθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kathode
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)