dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατατόπιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Orientierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Orientierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diskriminierung aufgrund der sexuellen Orientierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αναπροσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuorientierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τιμή προσανατολισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Orientierungspreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σημείο αναφοράς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Orientierungspunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίσθηση προσανατολισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Orientierungssinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γενετήσιος προσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Orientierung
Ⓦ
Ⓖ
…