dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ντοπάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Doping
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Doping
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)