dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
στοματικό σεξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Oralverkehr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στοματικός έρωτας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Oralverkehr
Ⓦ
Ⓖ
…