dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προσαρμοστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
adaptiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσαρμοστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anpassungsfähig
Ⓦ
Ⓖ
…