dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
θεμελιωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
οφείλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründet sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
βάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begründetheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχογενής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in der Psyche begründet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθεμελίωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναιτιολόγητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
άδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αβάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αβάσιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανυπόστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστήριχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…