dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αμφισβητήσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφισβητήσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfechtbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφισβητήσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strittig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφισβητήσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestreitbar
Ⓦ
Ⓖ
…