dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autokratisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autoritär
Ⓦ
Ⓖ
…
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herrisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befehlshaberisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gebieterisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hochmütig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überheblich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufdringlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechthaberisch
Ⓦ
Ⓖ
…