dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordnungsgemäß
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geregelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
taktisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)