dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaputt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdorben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschädigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entzwei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krank
Ⓦ
Ⓖ
…