dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
taktvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
diskret
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
feinfühlig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unauffällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedachtsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
diskriminierend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erkennungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rücksichtsvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterscheidend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
charakteristisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterscheidungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
diakritisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschwiegen
Ⓦ
Ⓖ
…