dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterstützung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beistand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mithilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)