dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φιλελεύθερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liberal
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φιλελεύθερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liberale
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλελεύθερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freiheitlich
Ⓦ
Ⓖ
…