dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άκυρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungültig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ληξιπρόθεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungültig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίσχυρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungültig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
άκυρη ψήφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungültiger Stimmzettel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακυρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungültigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ανίσχυρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungültigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ακυρότητα εκλογής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ungültigkeit einer Wahl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απακύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungültigkeitserklärung
Ⓦ
Ⓖ
…