dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χωρίς αντάλλαγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αμισθί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δωρεάν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωρίς αμοιβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άμισθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
δωρεάν υπηρεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltliche Dienstleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δωρεάν περίθαλψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltliche medizinische Versorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μη αμειβόμενη εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentgeltliche Tätigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…