dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
εργαστηριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Labor-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργαστηριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laboratoriums-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εργαστηριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Werkstatt-
Ⓦ
Ⓖ
…