dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbestreitbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hieb- und stichfest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stichhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unangefochten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbestritten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezweifelbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιαφιλονίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wasserdicht
Ⓦ
Ⓖ
…