dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανεπιτηδειότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ungeschick
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
αδεξιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungeschicklichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανεπιτηδειότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungeschicklichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδέξιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeschickt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεπιτήδειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeschickt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αλμπάνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
ungeschickter Arzt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανεπιτηδειότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungeschicktheit
Ⓦ
Ⓖ
…