dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Akkommodation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durchsetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geltendmachung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Inkraftsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konformität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anpassung
Ⓦ
Ⓖ
…