dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αρχαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altertümlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρχαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
archaisch
Ⓦ
Ⓖ
…