dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untersuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchwühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fummeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herumfummeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herumstöbern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαχουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kramen
Ⓦ
Ⓖ
…