dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herumstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertrödeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brodeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Zeit totschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeit totschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…