dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φτερουγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flattern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φτεροκοπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flattern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πτερυγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flattern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φτεροκόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Flattern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανεμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flattern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flattern
Ⓦ
Ⓖ
…