dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποψιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beargwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποπτεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beargwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beargwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…