dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
subsumieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)