dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beweisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beweise vorlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dokumentieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
indizieren
Ⓦ
Ⓖ
…