dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνεισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beitragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitwirken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuschießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusetzen
Ⓦ
Ⓖ
…