dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στρατολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσελκύω με διαφήμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwerben
Ⓦ
Ⓖ
…