dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüssig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auseinander setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auseinandersetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liquidieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verflüssigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρευστοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwerten
Ⓦ
Ⓖ
…