dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ρεμβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Blick schweifen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρεμβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…