dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ραντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestreuen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besprengen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besprühen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)