dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πιτσιλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω ένεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φτύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abspritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκσπερματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abspritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιτσίλισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιτσιλάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψεκάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιτσιλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκσπερματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Samen ausspritzen
Ⓦ
Ⓖ
…