dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρόκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)