dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beitreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…