dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
antasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verunglimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beleidigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)