dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinauslehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
resultieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anbahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ergeben
Ⓦ
Ⓖ
…