dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προδιαθέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)