dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
περιπαίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spotten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιπαίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιπαίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich lustig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιπαίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspotten
Ⓦ
Ⓖ
…