dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πεινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hunger haben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πεινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hungrig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πεινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hungern
Ⓦ
Ⓖ
…