dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρεγουλάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρυθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μισθώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)