dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Versuch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Attentat
Ⓦ
Ⓖ
…
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bemühung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anstrengung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)