dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποστέρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beraubung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ληστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beraubung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στέρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beraubung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)