dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
animieren
Ⓦ
Ⓖ
…
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstiften
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
motivieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρακινώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranlassen
Ⓦ
Ⓖ
…