dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
produzieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erzeugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auslösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)