dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
missachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstoßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραβιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beugen
Ⓦ
Ⓖ
…