dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peinigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
züchtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bilden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)