dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhandenkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεφεύγω από τη νομή του κυρίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhandenkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απώλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abhandenkommen
Ⓦ
Ⓖ
…