dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bloßlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freilegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bloßstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
enthüllen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abdecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufdecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεσκεπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlarven
Ⓦ
Ⓖ
…