dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befremden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fremd wirken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wundern
Ⓦ
Ⓖ
…